Η δημιουργία του προβλήματος.
Πριν το 2008, πριν την οικονομική κρίση, το παραγωγικό μοντέλο που είχε κυριαρχήσει στην χώρα ουσιαστικά περιγράφεται στο δίπτυχο «οικοδομή, real estate». Πάνω στο μοντέλο αυτό στηρίχτηκε ουσιαστικά και ο χρηματιστικός και ο τραπεζικός τομέας.Όλοι/ όλες έχουμε την εμπειρία της στενής διαπλοκής των κατασκευαστών, των κτηματομεσιτών και των τραπεζιτών.
Όλοι/ όλες έχουμε την εμπειρία ότι με μια επίσκεψη σε μεσιτικό γραφείο εκτός από σπίτι αγόραζες (κυριολεκτικά) και το τραπεζικό δάνειο με το όποιο θα πλήρωνες το σπίτι.
Το παραγωγικό αυτό μοντέλο είχε στηθεί πάνω στο πολιτιστικό – καταναλωτικό μοντέλο «του ευρύχωρου σπιτιού, του ωραίου εξοχικού (κατά προτίμηση πάνω στον αιγιαλό ή μέσα στο δάσος ιδιωτικοποιώντας δημόσιο, κοινόχρηστο χώρο) και του σύγχρονου ΙΧ αυτοκινήτου».
Η μικροαστική λογική ήταν στην αποθέωσή της. Τα πρώτα μηνύματα με την φούσκα των «Ολυμπιακών Αγώνων» είχαν φανεί, αλλά συνεπαρμένοι από την νέα «εθνική ιδέα» η κριτική στο κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο ήταν και ακόμα είναι περιθωριακή. Λες και η κρίση, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τα κόκκινα δάνεια είναι φυσικό φαινόμενο και όχι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Λες και δεν είναι κρίση του καπιταλιστικού μοντέλου.
Τα δεδομένα του προβλήματος.
Και έπειτα ήρθε η κρίση. Τα παραγωγικό μοντέλο κατέρρευσε με πάταγο. Είχε όμως μέχρι τότε δημιουργήσει τετελεσμένα. Σύμφωνα με την πανελλήνια απογραφή κατοικιών – πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ 2011 το σύνολο των κατοικιών στην χώρα μας (πρώτης κατοικίας, δεύτερης, τρίτης, συμπεριλαμβανομένων και των 170.000 διαμερισμάτων που παραμένουν στους εργολάβους απούλητα λόγω κρίσης), είναι 6.371.901 από τις οποίες οι 5.520.872 είναι μέχρι 120 τ.μ. Αν υπολογίσουμε τρία (3) άτομα μέσο όρο ότι κατοικούν σε κάθε σπίτι τότε ο πληθυσμός της χώρας θα έπρεπε να είναι 19.114.803 (6.371.901Χ3), δηλαδή περίπου 42% παραπάνω από τα έντεκα εκατομμύρια (10. 939.727), που είναι ο πραγματικός. Επομένως περίπου το 40% των κατοικιών που καταγράφηκαν με την απογραφή είναι δεύτερης, τρίτης κατοικίας ή απούλητα διαμερίσματα λόγω κρίσης.Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην Βουλή, τα κόκκινα δάνεια που αφορούν κατοικία και δεν έχουν ενταχτεί στις διαδικασίες του νόμου Κατσέλη είναι 230.000. Από αυτά τα 58.000 (25%) σύμφωνα με τα στοιχεία φακέλου δανείου των τραπεζών είναι στην κατηγορία της απολύτου προστασίας για τα επόμενα τρία χρόνια και τα 81.000 (35%) στο καθεστώς προστασίας υπό προϋποθέσεις με εισοδηματικά κριτήρια.
Επειδή το 94% των φορολογουμένων έχει ατομικό εισόδημα μέχρι 35.000 ευρώ (και όχι οικογενειακό όπως παρουσιάστηκε από τον υπουργό) κάποιοι από τα μεσαία οικονομικά στρώματα θα δυσκολευτούν και ίσως υποχρεωθούν να θυσιάσουν τον τρόπο ζωής τους (εξοχικό, ακριβό αυτοκίνητο). Πάντως σε αυτές τις κατηγορίες δεν θα γίνουν πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας.
Μέχρι τα 230.000 κόκκινα δάνεια μένουν ακόμα 91.000 στεγαστικά δάνεια, που δεν καλύπτονται. Αν από αυτά εξαιρέσουμε ένα 10% έως 15%, που σύμφωνα με τις τράπεζες είναι στρατηγικά κακοπληρωτές, μένουν περίπου 70.000 δάνεια. Από αυτά κάποιοι που θα πιεστούν, θα πληρώσουν. Πολλά όμως από αυτά τα δάνεια είναι δάνεια δεύτερης – εξοχικής κατοικίας ή βρίσκονται ακόμα στην ιδιοκτησία των εργολάβων κατασκευαστών, που δανείστηκαν για να τα αποπερατώσουν και δεν κατάφεραν να τα πουλήσουν, επειδή μετά το 2010 οι Τράπεζες έπαψαν να δίνουν στεγαστικά δάνεια. Επομένως πάνω από 50.000 σπίτια δεύτερης – εξοχικής κατοικίας και άδεια – απούλητα θα αλλάξουν χέρια το προσεχές διάστημα μέσω κατασχετηρίων και πλειστηριασμών.
Το διακύβευμα
Πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας δεν θα γίνουν. Εκτός της όποιας προστασίας από το νόμο ούτε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο θα το επιδιώξει.Το πραγματικό διακύβευμα είναι ότι στο κενό που αφήνει η κατάρρευση του οικονομικού, παραγωγικού, καταναλωτικού μοντέλου, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο καταθέτει τις επιδιώξεις του για το μελλοντικό μοντέλο κατοικίας και τουρισμού.
Και η αριστερά;
Ταξικό πρόσημο υπέρ των αδυνάτων κοινωνικών τάξεων δεν σημαίνει υπεράσπιση και παλινόρθωση του παραπάνω καταρρέοντος μοντέλου. Η ρητορική έξαψη του βουλευτή του ΚΚΕ «να υπερασπιστούμε την πρώτη και δεύτερη λαϊκή κατοικία δεν οδηγεί παρά στην υπεράσπιση του «μικροαστικού ονείρου».Μπορεί η δεξιά πολιτική να θέλει να υπερασπιστεί το μοντέλο που ξεκίνησε με την «αντιπαροχή» μετά τον εμφύλιο, για να εκμαυλίσει και κυριαρχήσει ιδεολογικά μαζί με τον φόβο σε ένα λαό, που βγήκε νικητής από τον πόλεμο κατά του ναζισμού και φασισμού με τις σημαίες του ΕΑΜ, της Αριστεράς και της λαοκρατίας, αλλά και ηθικά νικητής από τον εμφύλιο και την αγγλοαμερικανική στρατιωτική επέμβαση υπέρ της κυρίαρχης οικονομικά τάξης.
Η Αριστερά όμως οφείλει στο όνομα μιας πολιτικής ταξικά μεροληπτικής υπέρ των αδύνατων κοινωνικών τάξεων να παλέψει για το δικό της οικιστικό μοντέλο με κοινωνικό πρόσημο. Αφού πρώτα συνεννοηθούμε ότι όταν λέμε «σπίτι» εννοούμε αυτό που οι αρχαίοι έλεγαν «εστία» και εμείς με τον κακόηχο όρο «πρώτη κατοικία». Προφανώς και δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε την μικροαστική συσσώρευση κέρδους και ματαιοδοξίας, που επενδύθηκε σε οικήματα δεύτερης και τρίτης κατοικίας (και στο βουνό και στη θάλασσα).
Και τα κινήματα;
Οι κινήσεις πολιτών και τα κινήματα αλληλεγγύης θα συνεχίσουν την δουλειά τους. Τον αγώνα της αλληλεγγύης σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις, που η γενικότητα ενός νόμου δεν μπορεί να προβλέψει ή στις περιπτώσεις που ο πολίτης μόνος εγκαταλείπει την προσπάθεια. Θα συνεχίσουν τον αγώνα της ανυπακοής και αντίστασης κατά του κυρίαρχου μοντέλου και νοοτροπίας των τελευταίων δεκαετιών. «Κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη».
Μπάμπης Μπιλίνης
21 Νοεμβρίου, 2015
21 Νοεμβρίου, 2015