Τρία χρόνια πλατεία Συντάγματος: Μας φοβήθηκαν, μας έπνιξαν. της Ντίνας Μπατζιά
Ήταν σαν σήμερα, με λίγο περισσότερη ζέστη. 29 Ιουνίου 2011. Από την προηγούμενη μέρα είχαν δείξει τις προθέσεις τους. Να καταπνίξουν με οποιοδήποτε μέσο, με όποιο κόστος τις χιλιάδες λαού που κατέκλυσαν την πλατεία Συντάγματος.
'Ένα διήμερο άγριας καταστολής. Κόλαση. Άνθρωποι που μετρούσαν λεπτό το λεπτό, με αγωνία, με οργή: θα το περάσουν το μεσοπρόθεσμο; Ψήφο τη ψήφο, το καρδιοχτύπι, μήπως έχουμε διαρροές και δεν ψηφιστεί, μήπως αυτή τη φορά δεν πάνε χαράμι τα δάκρυα από τα χημικά, ο πόνος κι ο θυμός από το αναίτιο ξύλο. Μήπως αυτή τη φορά νικήσουμε. Το μεσοπρόθεσμο πέρασε. Κι αυτό ίσως τότε φάνηκε σαν ήττα του κινήματος. Τρία χρόνια μετά μπορείς όμως να πεις : Μας φοβήθηκαν. Και μας έπνιξαν. Και τελικά τίποτα δεν πήγε χαμένο.
Ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν αρκετά πίσω. Είχαμε μόλις βγει από την ιστορία της Κερατέας τον Απρίλη. Και μπήκαμε στη πλατεία, τον Μάη, κουβαλώντας εκείνο το χαμόγελο της νίκης. Τις πρώτες μέρες, ανένταχτη γαρ, σαν χαμένη. Μετά ήρθαν οι ομάδες. Ομάδα επικοινωνίας και multi media και στήσιμο media center στα δύσκολα διήμερα. Σε ασφαλές τόπο, διότι πρώτη χτυπιέται η πληροφορία και η αλήθεια. Ακόμη δεν έχουμε κανείς μας αποκαλύψει το που. Ευχαριστούμε Δέσποινα, ξέρεις εσύ.
Έβλεπα αυτό που γεννιόταν στην πλατεία. Κάτι πρωτόγνωρο για τον εγωισμό της φυλής. Χιλιάδες κόσμου, πολιτικοποιημένοι, προβληματισμένοι, θυμωμένοι, αγανακτισμένοι με ότι ζούσαν, βρέθηκαν μαζί. Συνέβαινε ώρα τη ώρα, να σπάει ο φόβος για τον διπλανό μας. Ξαναμιλήσαμε πολιτικά χωρίς να ντρεπόμαστε ότι είμαστε ντεμοντέ, αγκαλιαστήκαμε, επικοινωνήσαμε με τους άλλους μπαίνοντας σιγά σιγά στο νόημα του τι σημαίνει αλληλεγγύη, λέξη που άλλοι είχαμε ξεχάσει, άλλοι δεν είχαμε γνωρίσει ακόμη. Νιώσαμε το Σύνταγμα, που ουσιαστικά είναι μια διαμετακομιστική πλατεία, σαν τη γειτονιά μας. Καταφέραμε την επαναοικειοποίηση του δημόσιου χώρου. Στις καρδιές καλλιεργήθηκαν ελπίδες για έναν καλύτερο κόσμο. Χαμογελάσαμε με τη φτώχια μας -δεν ήμασταν μόνοι στην ανεργία, στα χαράτσια, στα βάσανα. Μάθαμε, διότι δεν είναι στη κουλτούρα μας, τι σημαίνει δημοκρατία στο διάλογο, μάθαμε τις διαδικασίες μιας συνέλευσης. Δημιουργήσαμε, δουλέψαμε, χωρίς να περιμένουμε να βγάλουν άλλοι το φίδι από τη τρύπα. Κάναμε φιλίες που κρατούν ακόμη.
Μια αλλαγή σκέψης, η ζωή είναι μεγάλη μη τη κάνεις καρναβάλι, σηματοδοτήθηκε. Ένας φρέσκος αέρας, μια άλλη, πιο συλλογική νοοτροπία. Τον Ιούνιο, είχα καταλάβει το μεγάλο που συνέβαινε. Δύσκολα, γιατί όταν είσαι μέσα και το ζεις, μπορεί να μη βλέπεις καθαρά. Όπως στον έρωτα που δεν είναι τυχοδιώκτης.
Κάποιοι είχαμε την άποψη, πριν αρχίσει να φθίνει και να καταρρέει το ωραίο, ότι έπρεπε όλο αυτό να μεταφερθεί στις γειτονιές. Η πλατεία δεν ήταν ευκαιριακή, συγκυριακή περίπτωση. Είχαν ήδη δημιουργηθεί οι πρώτες λαϊκές συνελεύσεις. Αν η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου έφερε ψυχολογική κούραση και απογοήτευση, πάλι ελπίζαμε πως θα την κερδίζαμε τη μάχη. 151, 152, κάθε εκφώνηση ψήφου υπέρ, τσάκισμα. Το σύστημα νικούσε θεσμικά. Το σύστημα δεν έδειχνε πια μόνο τα δόντια του. Η καταστολή, η αποσιώπηση ότι όμορφου συνέβαινε και η κυβερνητική προπαγάνδα από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ακόμη κι η εισχώρηση ακροδεξιών στοιχείων στην πάνω πλατεία, όλα επιστρατεύθηκαν για να αδειάσουν το Σύνταγμα.
Φαινόταν αδιέξοδο να παραμείνεις. Όταν ο Καμίνης αποφάσισε να βάλει σε "τάξη" την πλατεία, δεν υπήρχε κόσμος να το εμποδίσει. Είχαν ανοίξει όμως ήδη άλλα μέτωπα αγώνα, η ελπίδα απλώθηκε στις γειτονιές, σε νέες προσπάθειες, σε αλληλέγγυες κινήσεις.
Ακόμη κι αν δεν διατυπώθηκε συγκεκριμένο αίτημα, έμεινε το ερώτημα - απάντηση μέχρι σήμερα: Αν όχι εμείς ποιοι; Αν όχι τώρα, πότε; Από την πλατεία ήρθε, κι έμεινε το "Κανένας μόνος του στη κρίση", "Να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας", και να μπορούμε να ονειρευόμαστε. Κι εξελίχθηκε σε επίμονους απεργιακούς αγώνες κι εκατοντάδες πρωτοβουλίες πολιτών, από κοινωνικές κουζίνες και κοινωνικά ιατρεία, μέχρι δράσεις αλληλεγγύης για το κόσμο που υποφέρει, και συνεργατικά εγχειρήματα.
Γι' αυτό λέω, τίποτα από την πλατεία δεν πήγε χαμένο. Ταξίδεψε αλλού, άλλαξε μυαλά και καρδιές. Όταν έκλαψε η πλατεία, το καινούριο γεννιόταν.
φωτογραφίες: Σπύρος Τσακίρης